- ἀναρίθμητος
- ἀνᾰρίθμ-ητος, ον,A not to be counted, countless, Pi.O.7.25, Hdt.1.126, 7.190,211, al.; of time, immeasurable, S.Aj.646.2 unregarded, E.Ion837, Hel.1679.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀναρίθμητος — not to be counted masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναρίθμητος — η, ο (Α ἀναρίθμητος, ον) [αριθμώ] αυτός που δεν μπορεί να αριθμηθεί, αμέτρητος, ανυπολόγιστος, πολύς αρχ. αυτός που δεν είναι άξιος υπολογισμού, ο ασήμαντος … Dictionary of Greek
αναρίθμητος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν μπορεί να αριθμηθεί, αμέτρητος: Aναρίθμητα πλήθη δούλων εργάστηκαν για την κατασκευή των πυραμίδων της Αιγύπτου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κἀναρίθμητος — ἀναρίθμητος , ἀναρίθμητος not to be counted masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναριθμήτως — ἀναρίθμητος not to be counted adverbial ἀναρίθμητος not to be counted masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναρίθμητον — ἀναρίθμητος not to be counted masc/fem acc sg ἀναρίθμητος not to be counted neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναριθμήτοις — ἀναρίθμητος not to be counted masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναριθμήτοισι — ἀναρίθμητος not to be counted masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναριθμήτου — ἀναρίθμητος not to be counted masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναριθμήτους — ἀναρίθμητος not to be counted masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναριθμήτων — ἀναρίθμητος not to be counted masc/fem/neut gen pl ἀναριθμέομαι reckon up pres imperat act 3rd pl (doric aeolic) ἀναριθμέομαι reckon up pres imperat act 3rd dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)